φθερσιβροτος

φθερσιβροτος
    φθερσίβροτος
    φθερσί-(μ)βροτος
    2
    человекоубийственный Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φθερσιβροτος" в других словарях:

  • φθερσίβροτος — ον, Α φθισίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*, < φθείρω + βροτός «θνητός» (πρβλ. ἐγερσί βροτος)] …   Dictionary of Greek

  • φθερσίβροτον — φθερσίβροτος masc/fem acc sg φθερσίβροτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθερσιβρότου — φθερσίβροτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»